- μίνιμουμ
- τοάκλ. (λ. λατ.), το κατώτατο όριο, ο πιο μικρός βαθμός: Η φετινή παραγωγή δεν έφτασε ούτε το μίνιμουμ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μίνιμουμ — το το ελάχιστο δυνατό όριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. minimum ουδ. τού minimus, υπερθετ. τού parvus «μικρός»] … Dictionary of Greek
μάξιμουμ — το άκλ. (λ. λατ.), το ανώτατο, αυτό που αγγίζει το μέγιστο όριο (αντίθ. μίνιμουμ, το) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)